Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας (ή όσα δε μας είπε ο Αίσωπος)



Κάποτε ήταν ένα τζιτζίκι και ένα μυρμήγκι. Το τζιτζίκι είχε φτιάξει την φωλιά του στα κλαδιά ενός δέντρου ενώ το μυρμήγκι στις ρίζες του. Ήταν καλοκαίρι και μόλις ανέτειλε ο ήλιος, το μυρμήγκι ξεκινούσε την εργασία του. Έβγαινε από την φωλιά του και έψαχνε να βρει διάφορους σπόρους. Όταν έβρισκε κάποιον, τον φορτωνόταν στην πλάτη και τον μετάφερε στην φωλιά του όπου τον αποθήκευε. Μερικές φορές οι σπόροι ήταν τόσο μεγάλοι που έπρεπε να τους κομματιάσει πριν τους μεταφέρει και αυτό σήμαινε διπλάσιο κόπο για το μυρμήγκι. Εργαζόταν από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου. 
Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι, ξυπνούσε αφού είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Έβγαινε από την φωλιά του και αφού έτρωγε κάτι πρόχειρα, έπιανε το τραγούδι που μερικές φορές το συνέχιζε ακόμα και μετά τα μεσάνυκτα. Εκτός από το να τρώει και να τραγουδάει δεν έκανε τίποτα άλλο όλη μέρα. Τι όλη μέρα δηλαδή, την μισή μέρα αφού όπως είπαμε ξυπνούσε το μεσημεράκι.
Έτσι περνούσαν οι μέρες η μία μετά την άλλη και ήρθε ο καιρός που έφυγε το καλοκαίρι και έδωσε την θέση του στο φθινόπωρο. Ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει και τα φύλλα τον δέντρων ένα ένα ξεράθηκαν και έπεσαν στην γη.
Το μυρμήγκι έχοντας αρκετές προμήθειες για να περάσει μέχρι την άνοιξη, καθόταν και απολάμβανε τον ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής καθώς έπεφταν πάνω στα ξερά φύλλα. Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι να φάει αλλά δεν υπήρχε τίποτα αφού όλα τα φύλλα, όπως είπαμε, είχαν ξεραθεί. Μην αντέχοντας άλλο την πείνα, πήγε στον γείτονα του, το μυρμήγκι, και του είπε:
- Καλέ μου γείτονα, σε παρακαλώ, δώσε μου κάτι να φάω γιατί όλα τα φύλλα έχουν ξεραθεί και δεν υπάρχει τροφή πουθενά.
- Καλά, όλο το καλοκαίρι τι έκανες; Ρώτησε το μυρμήγκι.
- Α! Το καλοκαίρι δεν πρόλαβα να μαζέψω τροφές γιατί είχα πολύ κέφι και τραγούδαγα όλη μέρα.
- Ε! Αφού τραγούδαγες το καλοκαίρι, ήρθε τώρα ο καιρός να χορέψεις. Είπε το μυρμήγκι και γύρισε να δει κάτι αργοπορημένα πουλιά που πετούσαν προς το νότο.

Το παραμύθι μας όμως δεν τελειώνει εδώ.
Μάλλον, τώρα αρχίζει.

Κι αυτό γιατί ο τζίτζικας δεν έμεινε άπραγος. Τα λόγια του μυρμηγκιού σφυροκόπησαν τα ντελικάτα αφτιά του. Μάλλον δεν ήξερε το άθλιο μυρμήγκι με ποιον τα είχε βάλει:
«Ώστε έτσι ανόητο μυρμήγκι, δε θα μου δώσεις κάτι να φάω!», είπε θυμωμένος και τα μάτια του πέταξαν σπίθες. «Ας μην είχα βάλει όλους μου τους σπόρους σε λογαριασμό στην Ελβετία και θα σου έλεγα εγώ!». «Θαρρείς πως έχω την ανάγκη σου;», συνέχισε μανιασμένος. «Αφού δε με κερνάς τους σπόρους σου με το καλό, θα σου τους πάρω με το άγριο!».

Εκείνο που δε σας είπαμε πριν και που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του παραμυθιού είναι ότι ο τζίτζικας καταγόταν από αριστοκρατική γενιά και στο επάγγελμα ήταν πολιτικός. Στην πραγματικότητα δεν είχε καν ανάγκη να δουλεύει και το τραγούδι ήτανε για το κέφι του. Βέβαια, με αυτό κέρδισε οπαδούς, φίλους εγκάρδιους, άμυαλα έντομα που τα σαγήνευε με τα γλυκά του λόγια κι εκείνα τον
ακολουθούσαν.

Έτσι και έγινε. Ο τζίτζικας πήγε στον φίλο του τον κάμπια και αμέσως θέσπισαν νόμο σκληρό και άδικο που αφορούσε στα μυρμήγκια και στο βιός τους. Στο νόμο αυτό δώσαν το όνομα «φορολογία». Έτσι ο τζίτζικας και η εκλεκτή παρέα του άνετοι θα περνούσαν το καλοκαίρι τραγουδώντας και το χειμώνα βασιλικά και πάλι θα την έβγαζαν εισπράττοντας «φορολογία» απ τα φτωχά μυρμήγκια.

Και οι χειμώνες πέρναγαν και τα τζιτζίκια όλο και περισσότερα ζητούσαν και τα μυρμήγκια όλο και περισσότερο πληρώνανε:
-          Φόρο εισοδήματος (που αντιστοιχούσε στους σπόρους που είχε μαζέψει το μυρμήγκι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού).
-          Φόρο κατοικίας (που υπολογιζόταν επί των εκατοστών μέτρων της φωλιάς του μυρμηγκιού στις ρίζες του δέντρου)
-          Φόρο κληρονομιάς (επειδή το μυρμήγκι είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά του και μια φωλίτσα σε ένα διπλανό δέντρο)
-          Επιπρόσθετο Φόρο φωτισμού (γιατί στη φωλίτσα του στις ρίζες του δέντρου είχε ένα - δύο μικρά παραθυράκια κι έμπαινε μέσα από εκεί το φως του ήλιου)

Τα μυρμηγκάκια έδιναν και έδιναν και έδιναν, ώσπου στερέψαν πια οι αποθηκούλες τους κι άλλο δεν είχαν πια να δώσουν. Ο νόμος όμως νόμος. Βαρύς, σκληρός και αμείλικτος. Για να ανταποκριθούν βγαίναν και το χειμώνα για να μαζέψουν σπόρους – άδικος κόπος, αφού το κρύο τα πάγωνε κι εκείνα ξεψυχούσαν. Και ο καιρός περνούσε και τα τζιτζίκια χαίρονταν την καλοπέραση τους και τα μυρμήγκια πέθαιναν στο βάρος της ασχήμιας.

Ώσπου μια μέρα άνοιξη, μια οικογένεια μυρμηγκιών γέννησε ένα μικράκι. Κι ήτανε έξυπνο πολύ, με αγάπη στην καρδιά του. Κι εκείνο το κατάλαβε πως πια δεν πάει άλλο, πως η ζωή των μυρμηγκιών ήταν μαρτύριο σκέτο. Και έτσι όπως μεγάλωνε, μαζί του κι η σοφία, στα χέρια του αποφάσισε την τύχη του να πάρει. Βγήκε, το βροντοφώναξε και άλλοι ακολουθήσαν. Είπαν πως μάλλον θα βλεπαν κι εκείνα άσπρη μέρα κι απ το ζυγό του τζίτζικα ελεύθερα θα βγαίναν.

Το τέλος είναι άγνωστο, τι έγιναν, που πήγαν. Άλλοι λένε ότι δυστυχώς τα μυρμηγκάκια χάσαν. Οι τζίτζικες ήταν πολλοί και πνίξαν την ελπίδα.

Άλλοι, όμως, λεν πως τελικά εκείνο το μικράκι δουλίτσα έκανε καλή και δίδαξε αγάπη, ελπίδα κι όνειρο κι αυτό ήταν η αρχή. Έγινε «επανάσταση» και τα μυρμήγκια αντάρτες και πήραν πίσω τη ζωή εκείνη των παππούδων.

Μακάρι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου